κλαδωτός

κλαδωτός
η , ό
1) ветвистый; 2) с узором из веток с цветами (о ткани); цветастый (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κλαδωτός" в других словарях:

  • κλαδωτός — ή, ό [κλαδώνω] 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα κλαδιά 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει υφασμένα ή τυπωμένα σχέδια κλαδιών …   Dictionary of Greek

  • κλαδωτός — ή, ό αυτός που έχει κλάδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακλάδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά (αποδίδεται σε δέντρα) 2. ο άτεκνος (αποδίδεται σε ανθρώπους) 3. (ο μεταξοσκώληκας) που δεν έχει ανέβει ακόμη στα κλαδάκια για κουκούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδωτός < κλαδώνω] …   Dictionary of Greek

  • οζωτός — ή, ό (Α ὀζωτός, ή, όν) [οζούμαι] (για φυτό) αυτός που έχει κλαδιά, κλαδωτός νεοελλ. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους («οζωτή ράβδος») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»